Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπονδά
σπονδαγωγός
σπονδαρχέω
σπονδαρχία
σπόνδαρχος
σπονδαυλέω
σπονδαύλης
σπονδειάζω
σπονδειακός
σπονδειασμός
σπονδειοκατάληκτος
σπονδεῖον
σπονδειοπαράληκτος
σπονδειοπύρριχος
σπονδεῖος
σπονδειοτρόχαιος
σπονδή
σπονδήσιμος
σπονδικός
σπόνδιξ
σπονδιοφόροι
View word page
σπονδειοκατάληκτος
ending with a spondee

ShortDef

ending with a spondee

Debugging

Headword:
σπονδειοκατάληκτος
Headword (normalized):
σπονδειοκατάληκτος
Headword (normalized/stripped):
σπονδειοκαταληκτος
IDX:
81161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81162
Key:

Data

{'content': 'ending with a spondee'}