Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπόλος
σπονδά
σπονδαγωγός
σπονδαρχέω
σπονδαρχία
σπόνδαρχος
σπονδαυλέω
σπονδαύλης
σπονδειάζω
σπονδειακός
σπονδειασμός
σπονδειοκατάληκτος
σπονδεῖον
σπονδειοπαράληκτος
σπονδειοπύρριχος
σπονδεῖος
σπονδειοτρόχαιος
σπονδή
σπονδήσιμος
σπονδικός
σπόνδιξ
View word page
σπονδειασμός
rise of pitch by an interval of three quarter-tones

ShortDef

rise of pitch by an interval of three quarter-tones

Debugging

Headword:
σπονδειασμός
Headword (normalized):
σπονδειασμός
Headword (normalized/stripped):
σπονδειασμος
IDX:
81160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81161
Key:

Data

{'content': 'rise of pitch by an interval of three quarter-tones'}