Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνούτατος
ἀνουτητί
ἀνούτητος
ἀνοῦχι
ἀνοφθαλμίατος
ἀνόφθαλμος
ἀνοφρυάζομαι
ἀνοχ
ἀνοχεύς
ἀνόχευτος
ἀνοχέω
ἀνοχή
ἀνοχλητικός
ἀνοχλίζω
ἄνοχλος
ἀνοχμάζω
ἄνοχον
ἀνοχυρόομαι
ἀνοψία
ἄνοψος
ἀνσχετός
View word page
ἀνοχέω
raise up

ShortDef

raise up

Debugging

Headword:
ἀνοχέω
Headword (normalized):
ἀνοχέω
Headword (normalized/stripped):
ανοχεω
IDX:
8115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8116
Key:

Data

{'content': 'raise up'}