Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σποδώδης
σπολάς
σπολεύς
σπόλος
σπονδά
σπονδαγωγός
σπονδαρχέω
σπονδαρχία
σπόνδαρχος
σπονδαυλέω
σπονδαύλης
σπονδειάζω
σπονδειακός
σπονδειασμός
σπονδειοκατάληκτος
σπονδεῖον
σπονδειοπαράληκτος
σπονδειοπύρριχος
σπονδεῖος
σπονδειοτρόχαιος
σπονδή
View word page
σπονδαύλης
playing the aulos at a σπονδή
ShortDef
playing the aulos at a σπονδή
Debugging
Headword:
σπονδαύλης
Headword (normalized):
σπονδαύλης
Headword (normalized/stripped):
σπονδαυλης
IDX:
81157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81158
Key:
Data
{'content': 'playing the aulos at a σπονδή'}