Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνουσίωσις
ἀνούτατος
ἀνουτητί
ἀνούτητος
ἀνοῦχι
ἀνοφθαλμίατος
ἀνόφθαλμος
ἀνοφρυάζομαι
ἀνοχ
ἀνοχεύς
ἀνόχευτος
ἀνοχέω
ἀνοχή
ἀνοχλητικός
ἀνοχλίζω
ἄνοχλος
ἀνοχμάζω
ἄνοχον
ἀνοχυρόομαι
ἀνοψία
ἄνοψος
View word page
ἀνόχευτος
non-copulating
ShortDef
non-copulating
Debugging
Headword:
ἀνόχευτος
Headword (normalized):
ἀνόχευτος
Headword (normalized/stripped):
ανοχευτος
IDX:
8114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8115
Key:
Data
{'content': 'non-copulating'}