Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σποδέω
σποδησιλαύρα
σποδιά
σποδιαῖος
σποδιακός
σποδιάς
σποδίζω
σποδιή
σπόδιος
σποδίτης
σποδοειδής
σποδοκράμβη
σποδονιτροποιός
σποδόομαι
σποδόρχης
σποδός
σποδώδης
σπολάς
σπολεύς
σπόλος
σπονδά
View word page
σποδοειδής
ashy, ash-coloured

ShortDef

ashy, ash-coloured

Debugging

Headword:
σποδοειδής
Headword (normalized):
σποδοειδής
Headword (normalized/stripped):
σποδοειδης
IDX:
81141
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81142
Key:

Data

{'content': 'ashy, ash-coloured'}