Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπογγοτόμος
σποδεύνης
σποδέω
σποδησιλαύρα
σποδιά
σποδιαῖος
σποδιακός
σποδιάς
σποδίζω
σποδιή
σπόδιος
σποδίτης
σποδοειδής
σποδοκράμβη
σποδονιτροποιός
σποδόομαι
σποδόρχης
σποδός
σποδώδης
σπολάς
σπολεύς
View word page
σπόδιος
ash-coloured, grey

ShortDef

ash-coloured, grey

Debugging

Headword:
σπόδιος
Headword (normalized):
σπόδιος
Headword (normalized/stripped):
σποδιος
IDX:
81139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81140
Key:

Data

{'content': 'ash-coloured, grey'}