Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνουσιότης
ἀνουσίωσις
ἀνούτατος
ἀνουτητί
ἀνούτητος
ἀνοῦχι
ἀνοφθαλμίατος
ἀνόφθαλμος
ἀνοφρυάζομαι
ἀνοχ
ἀνοχεύς
ἀνόχευτος
ἀνοχέω
ἀνοχή
ἀνοχλητικός
ἀνοχλίζω
ἄνοχλος
ἀνοχμάζω
ἄνοχον
ἀνοχυρόομαι
ἀνοψία
View word page
ἀνοχεύς
suspensory membrane
ShortDef
suspensory membrane
Debugging
Headword:
ἀνοχεύς
Headword (normalized):
ἀνοχεύς
Headword (normalized/stripped):
ανοχευς
IDX:
8113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8114
Key:
Data
{'content': 'suspensory membrane'}