Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σπόγγος
σπογγοτήρας
σπογγοτόμος
σποδεύνης
σποδέω
σποδησιλαύρα
σποδιά
σποδιαῖος
σποδιακός
σποδιάς
σποδίζω
σποδιή
σπόδιος
σποδίτης
σποδοειδής
σποδοκράμβη
σποδονιτροποιός
σποδόομαι
σποδόρχης
σποδός
σποδώδης
View word page
σποδίζω
to roast
ShortDef
to roast
Debugging
Headword:
σποδίζω
Headword (normalized):
σποδίζω
Headword (normalized/stripped):
σποδιζω
IDX:
81137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81138
Key:
Data
{'content': 'to roast'}