Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπογγοειδής
σπογγοθήρας
σπόγγος
σπογγοτήρας
σπογγοτόμος
σποδεύνης
σποδέω
σποδησιλαύρα
σποδιά
σποδιαῖος
σποδιακός
σποδιάς
σποδίζω
σποδιή
σπόδιος
σποδίτης
σποδοειδής
σποδοκράμβη
σποδονιτροποιός
σποδόομαι
σποδόρχης
View word page
σποδιακός
made from σπόδιον

ShortDef

made from σπόδιον

Debugging

Headword:
σποδιακός
Headword (normalized):
σποδιακός
Headword (normalized/stripped):
σποδιακος
IDX:
81135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81136
Key:

Data

{'content': 'made from σπόδιον'}