Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπογγίτης
σπογγοδετέω
σπογγοειδής
σπογγοθήρας
σπόγγος
σπογγοτήρας
σπογγοτόμος
σποδεύνης
σποδέω
σποδησιλαύρα
σποδιά
σποδιαῖος
σποδιακός
σποδιάς
σποδίζω
σποδιή
σπόδιος
σποδίτης
σποδοειδής
σποδοκράμβη
σποδονιτροποιός
View word page
σποδιά
a heap of ashes, ashes

ShortDef

a heap of ashes, ashes

Debugging

Headword:
σποδιά
Headword (normalized):
σποδιά
Headword (normalized/stripped):
σποδια
IDX:
81133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81134
Key:

Data

{'content': 'a heap of ashes, ashes'}