Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπογγεῖον
σπογγιά
σπογγίζω
σπογγιστικός
σπογγίτης
σπογγοδετέω
σπογγοειδής
σπογγοθήρας
σπόγγος
σπογγοτήρας
σπογγοτόμος
σποδεύνης
σποδέω
σποδησιλαύρα
σποδιά
σποδιαῖος
σποδιακός
σποδιάς
σποδίζω
σποδιή
σπόδιος
View word page
σπογγοτόμος
one that cuts sponges from the rocks

ShortDef

one that cuts sponges from the rocks

Debugging

Headword:
σπογγοτόμος
Headword (normalized):
σπογγοτόμος
Headword (normalized/stripped):
σπογγοτομος
IDX:
81129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81130
Key:

Data

{'content': 'one that cuts sponges from the rocks'}