Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνούσιος
ἀνουσιότης
ἀνουσίωσις
ἀνούτατος
ἀνουτητί
ἀνούτητος
ἀνοῦχι
ἀνοφθαλμίατος
ἀνόφθαλμος
ἀνοφρυάζομαι
ἀνοχ
ἀνοχεύς
ἀνόχευτος
ἀνοχέω
ἀνοχή
ἀνοχλητικός
ἀνοχλίζω
ἄνοχλος
ἀνοχμάζω
ἄνοχον
ἀνοχυρόομαι
View word page
ἀνοχ
connectedly

ShortDef

connectedly

Debugging

Headword:
ἀνοχ
Headword (normalized):
ἀνοχ
Headword (normalized/stripped):
ανοχ
IDX:
8112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8113
Key:

Data

{'content': 'connectedly'}