Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σπλέκωμα
σπλήν
σπληνιάω
σπληνικός
σπληνίον
σπληνίτης
σπληνόομαι
σπληνώδης
σπογγάριον
σπογγεῖον
σπογγιά
σπογγίζω
σπογγιστικός
σπογγίτης
σπογγοδετέω
σπογγοειδής
σπογγοθήρας
σπόγγος
σπογγοτήρας
σπογγοτόμος
σποδεύνης
View word page
σπογγιά
a sponge
ShortDef
a sponge
Debugging
Headword:
σπογγιά
Headword (normalized):
σπογγιά
Headword (normalized/stripped):
σπογγια
IDX:
81120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81121
Key:
Data
{'content': 'a sponge'}