Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπλαγχνοφάγος
σπλεκόω
σπλέκωμα
σπλήν
σπληνιάω
σπληνικός
σπληνίον
σπληνίτης
σπληνόομαι
σπληνώδης
σπογγάριον
σπογγεῖον
σπογγιά
σπογγίζω
σπογγιστικός
σπογγίτης
σπογγοδετέω
σπογγοειδής
σπογγοθήρας
σπόγγος
σπογγοτήρας
View word page
σπογγάριον
a kind of eye-salve

ShortDef

a kind of eye-salve

Debugging

Headword:
σπογγάριον
Headword (normalized):
σπογγάριον
Headword (normalized/stripped):
σπογγαριον
IDX:
81118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81119
Key:

Data

{'content': 'a kind of eye-salve'}