Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σπλαγχνοτόμος
σπλαγχνοφάγος
σπλεκόω
σπλέκωμα
σπλήν
σπληνιάω
σπληνικός
σπληνίον
σπληνίτης
σπληνόομαι
σπληνώδης
σπογγάριον
σπογγεῖον
σπογγιά
σπογγίζω
σπογγιστικός
σπογγίτης
σπογγοδετέω
σπογγοειδής
σπογγοθήρας
σπόγγος
View word page
σπληνώδης
of the spleen, diseased in the spleen
ShortDef
of the spleen, diseased in the spleen
Debugging
Headword:
σπληνώδης
Headword (normalized):
σπληνώδης
Headword (normalized/stripped):
σπληνωδης
IDX:
81117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81118
Key:
Data
{'content': 'of the spleen, diseased in the spleen'}