Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπλαγχνοσκοπία
σπλαγχνοτόμος
σπλαγχνοφάγος
σπλεκόω
σπλέκωμα
σπλήν
σπληνιάω
σπληνικός
σπληνίον
σπληνίτης
σπληνόομαι
σπληνώδης
σπογγάριον
σπογγεῖον
σπογγιά
σπογγίζω
σπογγιστικός
σπογγίτης
σπογγοδετέω
σπογγοειδής
σπογγοθήρας
View word page
σπληνόομαι
have a compress applied

ShortDef

have a compress applied

Debugging

Headword:
σπληνόομαι
Headword (normalized):
σπληνόομαι
Headword (normalized/stripped):
σπληνοομαι
IDX:
81116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81117
Key:

Data

{'content': 'have a compress applied'}