Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπλαγχνόπτης
σπλαγχνοσκοπία
σπλαγχνοτόμος
σπλαγχνοφάγος
σπλεκόω
σπλέκωμα
σπλήν
σπληνιάω
σπληνικός
σπληνίον
σπληνίτης
σπληνόομαι
σπληνώδης
σπογγάριον
σπογγεῖον
σπογγιά
σπογγίζω
σπογγιστικός
σπογγίτης
σπογγοδετέω
σπογγοειδής
View word page
σπληνίτης
of or due to the spleen

ShortDef

of or due to the spleen

Debugging

Headword:
σπληνίτης
Headword (normalized):
σπληνίτης
Headword (normalized/stripped):
σπληνιτης
IDX:
81115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81116
Key:

Data

{'content': 'of or due to the spleen'}