Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπλαγχνίζω
σπλαγχνικός
σπλαγχνίς
σπλαγχνισμός
σπλάγχνον
σπλαγχνόπτης
σπλαγχνοσκοπία
σπλαγχνοτόμος
σπλαγχνοφάγος
σπλεκόω
σπλέκωμα
σπλήν
σπληνιάω
σπληνικός
σπληνίον
σπληνίτης
σπληνόομαι
σπληνώδης
σπογγάριον
σπογγεῖον
σπογγιά
View word page
σπλέκωμα
sexual intercourse

ShortDef

sexual intercourse

Debugging

Headword:
σπλέκωμα
Headword (normalized):
σπλέκωμα
Headword (normalized/stripped):
σπλεκωμα
IDX:
81110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81111
Key:

Data

{'content': 'sexual intercourse'}