Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπλαγχνεύω
σπλαγχνίζω
σπλαγχνικός
σπλαγχνίς
σπλαγχνισμός
σπλάγχνον
σπλαγχνόπτης
σπλαγχνοσκοπία
σπλαγχνοτόμος
σπλαγχνοφάγος
σπλεκόω
σπλέκωμα
σπλήν
σπληνιάω
σπληνικός
σπληνίον
σπληνίτης
σπληνόομαι
σπληνώδης
σπογγάριον
σπογγεῖον
View word page
σπλεκόω
have sexual intercourse

ShortDef

have sexual intercourse

Debugging

Headword:
σπλεκόω
Headword (normalized):
σπλεκόω
Headword (normalized/stripped):
σπλεκοω
IDX:
81109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81110
Key:

Data

{'content': 'have sexual intercourse'}