Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄνουλος
ἀνουσίαστος
ἀνούσιος
ἀνουσιότης
ἀνουσίωσις
ἀνούτατος
ἀνουτητί
ἀνούτητος
ἀνοῦχι
ἀνοφθαλμίατος
ἀνόφθαλμος
ἀνοφρυάζομαι
ἀνοχ
ἀνοχεύς
ἀνόχευτος
ἀνοχέω
ἀνοχή
ἀνοχλητικός
ἀνοχλίζω
ἄνοχλος
ἀνοχμάζω
View word page
ἀνόφθαλμος
without eyes

ShortDef

without eyes

Debugging

Headword:
ἀνόφθαλμος
Headword (normalized):
ἀνόφθαλμος
Headword (normalized/stripped):
ανοφθαλμος
IDX:
8110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8111
Key:

Data

{'content': 'without eyes'}