Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπιοέλης
σπλάγχνα
σπλαγχνεύω
σπλαγχνίζω
σπλαγχνικός
σπλαγχνίς
σπλαγχνισμός
σπλάγχνον
σπλαγχνόπτης
σπλαγχνοσκοπία
σπλαγχνοτόμος
σπλαγχνοφάγος
σπλεκόω
σπλέκωμα
σπλήν
σπληνιάω
σπληνικός
σπληνίον
σπληνίτης
σπληνόομαι
σπληνώδης
View word page
σπλαγχνοτόμος
cutting up the σπλάγχνα

ShortDef

cutting up the σπλάγχνα

Debugging

Headword:
σπλαγχνοτόμος
Headword (normalized):
σπλαγχνοτόμος
Headword (normalized/stripped):
σπλαγχνοτομος
IDX:
81107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81108
Key:

Data

{'content': 'cutting up the σπλάγχνα'}