Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπίλωμα
σπιλωτός
σπινθαρίς
σπινθήρ
σπινθηρίζω
σπινθηροβολέω
σπινθηροειδής
σπίνος
σπιοέλης
σπλάγχνα
σπλαγχνεύω
σπλαγχνίζω
σπλαγχνικός
σπλαγχνίς
σπλαγχνισμός
σπλάγχνον
σπλαγχνόπτης
σπλαγχνοσκοπία
σπλαγχνοτόμος
σπλαγχνοφάγος
σπλεκόω
View word page
σπλαγχνεύω
to eat the inwards

ShortDef

to eat the inwards

Debugging

Headword:
σπλαγχνεύω
Headword (normalized):
σπλαγχνεύω
Headword (normalized/stripped):
σπλαγχνευω
IDX:
81099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81100
Key:

Data

{'content': 'to eat the inwards'}