Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνουθέτητος
ἄνουλος
ἀνουσίαστος
ἀνούσιος
ἀνουσιότης
ἀνουσίωσις
ἀνούτατος
ἀνουτητί
ἀνούτητος
ἀνοῦχι
ἀνοφθαλμίατος
ἀνόφθαλμος
ἀνοφρυάζομαι
ἀνοχ
ἀνοχεύς
ἀνόχευτος
ἀνοχέω
ἀνοχή
ἀνοχλητικός
ἀνοχλίζω
ἄνοχλος
View word page
ἀνοφθαλμίατος
free from ophthalmia

ShortDef

free from ophthalmia

Debugging

Headword:
ἀνοφθαλμίατος
Headword (normalized):
ἀνοφθαλμίατος
Headword (normalized/stripped):
ανοφθαλμιατος
IDX:
8109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8110
Key:

Data

{'content': 'free from ophthalmia'}