Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σπιλόω
σπιλώδης
σπίλωμα
σπιλωτός
σπινθαρίς
σπινθήρ
σπινθηρίζω
σπινθηροβολέω
σπινθηροειδής
σπίνος
σπιοέλης
σπλάγχνα
σπλαγχνεύω
σπλαγχνίζω
σπλαγχνικός
σπλαγχνίς
σπλαγχνισμός
σπλάγχνον
σπλαγχνόπτης
σπλαγχνοσκοπία
σπλαγχνοτόμος
View word page
σπιοέλης
babylonicum
ShortDef
babylonicum
Debugging
Headword:
σπιοέλης
Headword (normalized):
σπιοέλης
Headword (normalized/stripped):
σπιοελης
IDX:
81097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81098
Key:
Data
{'content': 'babylonicum'}