Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σπιλαδώδης
σπιλάς
σπιλάς2
σπιλάς3
σπίλη
σπίλος
σπίλος2
σπιλόω
σπιλώδης
σπίλωμα
σπιλωτός
σπινθαρίς
σπινθήρ
σπινθηρίζω
σπινθηροβολέω
σπινθηροειδής
σπίνος
σπιοέλης
σπλάγχνα
σπλαγχνεύω
σπλαγχνίζω
View word page
σπιλωτός
stained
ShortDef
stained
Debugging
Headword:
σπιλωτός
Headword (normalized):
σπιλωτός
Headword (normalized/stripped):
σπιλωτος
IDX:
81090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81091
Key:
Data
{'content': 'stained'}