Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀνουβιδεῖον
ἀνουθέτητος
ἄνουλος
ἀνουσίαστος
ἀνούσιος
ἀνουσιότης
ἀνουσίωσις
ἀνούτατος
ἀνουτητί
ἀνούτητος
ἀνοῦχι
ἀνοφθαλμίατος
ἀνόφθαλμος
ἀνοφρυάζομαι
ἀνοχ
ἀνοχεύς
ἀνόχευτος
ἀνοχέω
ἀνοχή
ἀνοχλητικός
ἀνοχλίζω
View word page
ἀνοῦχι
brushwood
ShortDef
brushwood
Debugging
Headword:
ἀνοῦχι
Headword (normalized):
ἀνοῦχι
Headword (normalized/stripped):
ανουχι
IDX:
8108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8109
Key:
Data
{'content': 'brushwood'}