Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀνουβιακός
Ἀνουβιδεῖον
ἀνουθέτητος
ἄνουλος
ἀνουσίαστος
ἀνούσιος
ἀνουσιότης
ἀνουσίωσις
ἀνούτατος
ἀνουτητί
ἀνούτητος
ἀνοῦχι
ἀνοφθαλμίατος
ἀνόφθαλμος
ἀνοφρυάζομαι
ἀνοχ
ἀνοχεύς
ἀνόχευτος
ἀνοχέω
ἀνοχή
ἀνοχλητικός
View word page
ἀνούτητος
invulnerable

ShortDef

invulnerable

Debugging

Headword:
ἀνούτητος
Headword (normalized):
ἀνούτητος
Headword (normalized/stripped):
ανουτητος
IDX:
8107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8108
Key:

Data

{'content': 'invulnerable'}