Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπηλαιώδης
σπηλεῦσαι
σπῆλυγξ
σπιδής
σπίζα
σπιζίας
σπιζίτης
σπίζω
σπίζω2
σπιθαμή
σπιθαμιαῖος
σπικᾶτα
σπιλαδώδης
σπιλάς
σπιλάς2
σπιλάς3
σπίλη
σπίλος
σπίλος2
σπιλόω
σπιλώδης
View word page
σπιθαμιαῖος
a span long, broad

ShortDef

a span long, broad

Debugging

Headword:
σπιθαμιαῖος
Headword (normalized):
σπιθαμιαῖος
Headword (normalized/stripped):
σπιθαμιαιος
IDX:
81078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81079
Key:

Data

{'content': 'a span long, broad'}