Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σπήλαιον
σπηλαΐτης
σπηλαιώδης
σπηλεῦσαι
σπῆλυγξ
σπιδής
σπίζα
σπιζίας
σπιζίτης
σπίζω
σπίζω2
σπιθαμή
σπιθαμιαῖος
σπικᾶτα
σπιλαδώδης
σπιλάς
σπιλάς2
σπιλάς3
σπίλη
σπίλος
σπίλος2
View word page
σπίζω2
extend
ShortDef
pipe, chirp
extend
Debugging
Headword:
σπίζω2
Headword (normalized):
σπίζω
Headword (normalized/stripped):
σπιζω2
IDX:
81076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81077
Key:
Data
{'content': 'extend'}