Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σπευστός
σπήλαιον
σπηλαΐτης
σπηλαιώδης
σπηλεῦσαι
σπῆλυγξ
σπιδής
σπίζα
σπιζίας
σπιζίτης
σπίζω
σπίζω2
σπιθαμή
σπιθαμιαῖος
σπικᾶτα
σπιλαδώδης
σπιλάς
σπιλάς2
σπιλάς3
σπίλη
σπίλος
View word page
σπίζω
pipe, chirp
ShortDef
pipe, chirp
extend
Debugging
Headword:
σπίζω
Headword (normalized):
σπίζω
Headword (normalized/stripped):
σπιζω
IDX:
81075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81076
Key:
Data
{'content': 'pipe, chirp'}