Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Σπεύσιππος
σπεῦσις
σπευστέον
σπευστικός
σπευστός
σπήλαιον
σπηλαΐτης
σπηλαιώδης
σπηλεῦσαι
σπῆλυγξ
σπιδής
σπίζα
σπιζίας
σπιζίτης
σπίζω
σπίζω2
σπιθαμή
σπιθαμιαῖος
σπικᾶτα
σπιλαδώδης
σπιλάς
View word page
σπιδής
wide, broad
ShortDef
wide, broad
Debugging
Headword:
σπιδής
Headword (normalized):
σπιδής
Headword (normalized/stripped):
σπιδης
IDX:
81071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81072
Key:
Data
{'content': 'wide, broad'}