Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σπευσίνιοι
Σπεύσιππος
σπεῦσις
σπευστέον
σπευστικός
σπευστός
σπήλαιον
σπηλαΐτης
σπηλαιώδης
σπηλεῦσαι
σπῆλυγξ
σπιδής
σπίζα
σπιζίας
σπιζίτης
σπίζω
σπίζω2
σπιθαμή
σπιθαμιαῖος
σπικᾶτα
σπιλαδώδης
View word page
σπῆλυγξ
cave
ShortDef
cave
Debugging
Headword:
σπῆλυγξ
Headword (normalized):
σπῆλυγξ
Headword (normalized/stripped):
σπηλυγξ
IDX:
81070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81071
Key:
Data
{'content': 'cave'}