Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνούατος
Ἀνουβιακός
Ἀνουβιδεῖον
ἀνουθέτητος
ἄνουλος
ἀνουσίαστος
ἀνούσιος
ἀνουσιότης
ἀνουσίωσις
ἀνούτατος
ἀνουτητί
ἀνούτητος
ἀνοῦχι
ἀνοφθαλμίατος
ἀνόφθαλμος
ἀνοφρυάζομαι
ἀνοχ
ἀνοχεύς
ἀνόχευτος
ἀνοχέω
ἀνοχή
View word page
ἀνουτητί
without wound
ShortDef
without wound
Debugging
Headword:
ἀνουτητί
Headword (normalized):
ἀνουτητί
Headword (normalized/stripped):
ανουτητι
IDX:
8106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8107
Key:
Data
{'content': 'without wound'}