Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπέρχω
σπευδόντως
σπεύδω
σπευσίνιοι
Σπεύσιππος
σπεῦσις
σπευστέον
σπευστικός
σπευστός
σπήλαιον
σπηλαΐτης
σπηλαιώδης
σπηλεῦσαι
σπῆλυγξ
σπιδής
σπίζα
σπιζίας
σπιζίτης
σπίζω
σπίζω2
σπιθαμή
View word page
σπηλαΐτης
worshipped in grottos

ShortDef

worshipped in grottos

Debugging

Headword:
σπηλαΐτης
Headword (normalized):
σπηλαΐτης
Headword (normalized/stripped):
σπηλαιτης
IDX:
81067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81068
Key:

Data

{'content': 'worshipped in grottos'}