Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Σπερχειός
σπερχνός
σπερχυλλάδην
σπέρχω
σπευδόντως
σπεύδω
σπευσίνιοι
Σπεύσιππος
σπεῦσις
σπευστέον
σπευστικός
σπευστός
σπήλαιον
σπηλαΐτης
σπηλαιώδης
σπηλεῦσαι
σπῆλυγξ
σπιδής
σπίζα
σπιζίας
σπιζίτης
View word page
σπευστικός
hasty
ShortDef
hasty
Debugging
Headword:
σπευστικός
Headword (normalized):
σπευστικός
Headword (normalized/stripped):
σπευστικος
IDX:
81064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81065
Key:
Data
{'content': 'hasty'}