Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σπερμοβόλημα
σπερμοβολία
σπερμοβόλος
σπερμογονέω
σπερμογόνος
σπερμολογέω
σπερμολογία
σπερμολογικός
σπερμολόγος
σπερμόομαι
σπερμοτοκέω
σπερμοφορέω
σπερμοφόρος
σπερμοφυέω
σπερμοφυής
Σπερχειός
σπερχνός
σπερχυλλάδην
σπέρχω
σπευδόντως
σπεύδω
View word page
σπερμοτοκέω
produce seed
ShortDef
produce seed
Debugging
Headword:
σπερμοτοκέω
Headword (normalized):
σπερμοτοκέω
Headword (normalized/stripped):
σπερμοτοκεω
IDX:
81049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81050
Key:
Data
{'content': 'produce seed'}