Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπερματίζω
σπερματικός
σπερματισμός
σπερματῖτις
σπερματολογέω
σπερματόομαι
σπερματοποιέω
σπερματοπώλης
σπερματοῦχος
σπερματοφάγος
σπερματώδης
σπερμάτωσις
σπερμεῖος
σπερμοβολέω
σπερμοβόλημα
σπερμοβολία
σπερμοβόλος
σπερμογονέω
σπερμογόνος
σπερμολογέω
σπερμολογία
View word page
σπερματώδης
like seed

ShortDef

like seed

Debugging

Headword:
σπερματώδης
Headword (normalized):
σπερματώδης
Headword (normalized/stripped):
σπερματωδης
IDX:
81035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81036
Key:

Data

{'content': 'like seed'}