Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπερμαίνω
σπερματία
σπερματίας
σπερματίζω
σπερματικός
σπερματισμός
σπερματῖτις
σπερματολογέω
σπερματόομαι
σπερματοποιέω
σπερματοπώλης
σπερματοῦχος
σπερματοφάγος
σπερματώδης
σπερμάτωσις
σπερμεῖος
σπερμοβολέω
σπερμοβόλημα
σπερμοβολία
σπερμοβόλος
σπερμογονέω
View word page
σπερματοπώλης
seedsman

ShortDef

seedsman

Debugging

Headword:
σπερματοπώλης
Headword (normalized):
σπερματοπώλης
Headword (normalized/stripped):
σπερματοπωλης
IDX:
81032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81033
Key:

Data

{'content': 'seedsman'}