Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπέρμα
σπερμαγοραιολεκιθολαχανόπωλις
σπερμαίνω
σπερματία
σπερματίας
σπερματίζω
σπερματικός
σπερματισμός
σπερματῖτις
σπερματολογέω
σπερματόομαι
σπερματοποιέω
σπερματοπώλης
σπερματοῦχος
σπερματοφάγος
σπερματώδης
σπερμάτωσις
σπερμεῖος
σπερμοβολέω
σπερμοβόλημα
σπερμοβολία
View word page
σπερματόομαι
to be sown

ShortDef

to be sown

Debugging

Headword:
σπερματόομαι
Headword (normalized):
σπερματόομαι
Headword (normalized/stripped):
σπερματοομαι
IDX:
81030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81031
Key:

Data

{'content': 'to be sown'}