Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπεργανῆσαι
σπέρμα
σπερμαγοραιολεκιθολαχανόπωλις
σπερμαίνω
σπερματία
σπερματίας
σπερματίζω
σπερματικός
σπερματισμός
σπερματῖτις
σπερματολογέω
σπερματόομαι
σπερματοποιέω
σπερματοπώλης
σπερματοῦχος
σπερματοφάγος
σπερματώδης
σπερμάτωσις
σπερμεῖος
σπερμοβολέω
σπερμοβόλημα
View word page
σπερματολογέω
glean, pick up little by little

ShortDef

glean, pick up little by little

Debugging

Headword:
σπερματολογέω
Headword (normalized):
σπερματολογέω
Headword (normalized/stripped):
σπερματολογεω
IDX:
81029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81030
Key:

Data

{'content': 'glean, pick up little by little'}