Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σπεκουλάτωρ
σπεκούλιον
σπένδω
σπέος
σπεργανῆσαι
σπέρμα
σπερμαγοραιολεκιθολαχανόπωλις
σπερμαίνω
σπερματία
σπερματίας
σπερματίζω
σπερματικός
σπερματισμός
σπερματῖτις
σπερματολογέω
σπερματόομαι
σπερματοποιέω
σπερματοπώλης
σπερματοῦχος
σπερματοφάγος
σπερματώδης
View word page
σπερματίζω
sow
ShortDef
sow
Debugging
Headword:
σπερματίζω
Headword (normalized):
σπερματίζω
Headword (normalized/stripped):
σπερματιζω
IDX:
81025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81026
Key:
Data
{'content': 'sow'}