Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σπειρώδης
σπειστέον
σπεκλάριον
σπέκλον
σπεκουλάτωρ
σπεκούλιον
σπένδω
σπέος
σπεργανῆσαι
σπέρμα
σπερμαγοραιολεκιθολαχανόπωλις
σπερμαίνω
σπερματία
σπερματίας
σπερματίζω
σπερματικός
σπερματισμός
σπερματῖτις
σπερματολογέω
σπερματόομαι
σπερματοποιέω
View word page
σπερμαγοραιολεκιθολαχανόπωλις
green-grocery-market-woman
ShortDef
green-grocery-market-woman
Debugging
Headword:
σπερμαγοραιολεκιθολαχανόπωλις
Headword (normalized):
σπερμαγοραιολεκιθολαχανόπωλις
Headword (normalized/stripped):
σπερμαγοραιολεκιθολαχανοπωλις
IDX:
81021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81022
Key:
Data
{'content': 'green-grocery-market-woman'}