Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνόσφιστος
ἀνόσφραντος
ἀνότιστος
ἄνοτος
ἀνοτοτύζω
ἀνούατος
Ἀνουβιακός
Ἀνουβιδεῖον
ἀνουθέτητος
ἄνουλος
ἀνουσίαστος
ἀνούσιος
ἀνουσιότης
ἀνουσίωσις
ἀνούτατος
ἀνουτητί
ἀνούτητος
ἀνοῦχι
ἀνοφθαλμίατος
ἀνόφθαλμος
ἀνοφρυάζομαι
View word page
ἀνουσίαστος
ἀνούσιος; without the use of an οὐσία

ShortDef

ἀνούσιος; without the use of an οὐσία

Debugging

Headword:
ἀνουσίαστος
Headword (normalized):
ἀνουσίαστος
Headword (normalized/stripped):
ανουσιαστος
IDX:
8101
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8102
Key:

Data

{'content': 'ἀνούσιος; without the use of an οὐσία'}