Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπειροῦχος
σπειροφόρος
σπειροφύλαξ
σπειρόω
σπείρω
σπειρώδης
σπειστέον
σπεκλάριον
σπέκλον
σπεκουλάτωρ
σπεκούλιον
σπένδω
σπέος
σπεργανῆσαι
σπέρμα
σπερμαγοραιολεκιθολαχανόπωλις
σπερμαίνω
σπερματία
σπερματίας
σπερματίζω
σπερματικός
View word page
σπεκούλιον
small mirror

ShortDef

small mirror

Debugging

Headword:
σπεκούλιον
Headword (normalized):
σπεκούλιον
Headword (normalized/stripped):
σπεκουλιον
IDX:
81016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81017
Key:

Data

{'content': 'small mirror'}