Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σπεῖρον
σπειρόπωλις
σπεῖρος
σπειροῦχος
σπειροφόρος
σπειροφύλαξ
σπειρόω
σπείρω
σπειρώδης
σπειστέον
σπεκλάριον
σπέκλον
σπεκουλάτωρ
σπεκούλιον
σπένδω
σπέος
σπεργανῆσαι
σπέρμα
σπερμαγοραιολεκιθολαχανόπωλις
σπερμαίνω
σπερματία
View word page
σπεκλάριον
speculararius
ShortDef
speculararius
Debugging
Headword:
σπεκλάριον
Headword (normalized):
σπεκλάριον
Headword (normalized/stripped):
σπεκλαριον
IDX:
81013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81014
Key:
Data
{'content': 'speculararius'}