Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπειροειδής
σπειροκέφαλον
σπεῖρον
σπειρόπωλις
σπεῖρος
σπειροῦχος
σπειροφόρος
σπειροφύλαξ
σπειρόω
σπείρω
σπειρώδης
σπειστέον
σπεκλάριον
σπέκλον
σπεκουλάτωρ
σπεκούλιον
σπένδω
σπέος
σπεργανῆσαι
σπέρμα
σπερμαγοραιολεκιθολαχανόπωλις
View word page
σπειρώδης
with many coats

ShortDef

with many coats

Debugging

Headword:
σπειρώδης
Headword (normalized):
σπειρώδης
Headword (normalized/stripped):
σπειρωδης
IDX:
81011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81012
Key:

Data

{'content': 'with many coats'}