Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σπειρίτης
σπειροδρακοντόζωνος
σπειροειδής
σπειροκέφαλον
σπεῖρον
σπειρόπωλις
σπεῖρος
σπειροῦχος
σπειροφόρος
σπειροφύλαξ
σπειρόω
σπείρω
σπειρώδης
σπειστέον
σπεκλάριον
σπέκλον
σπεκουλάτωρ
σπεκούλιον
σπένδω
σπέος
σπεργανῆσαι
View word page
σπειρόω
to be coiled
ShortDef
to be coiled
Debugging
Headword:
σπειρόω
Headword (normalized):
σπειρόω
Headword (normalized/stripped):
σπειροω
IDX:
81009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81010
Key:
Data
{'content': 'to be coiled'}