Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπειρίον
σπειρίτης
σπειροδρακοντόζωνος
σπειροειδής
σπειροκέφαλον
σπεῖρον
σπειρόπωλις
σπεῖρος
σπειροῦχος
σπειροφόρος
σπειροφύλαξ
σπειρόω
σπείρω
σπειρώδης
σπειστέον
σπεκλάριον
σπέκλον
σπεκουλάτωρ
σπεκούλιον
σπένδω
σπέος
View word page
σπειροφύλαξ
spirale

ShortDef

spirale

Debugging

Headword:
σπειροφύλαξ
Headword (normalized):
σπειροφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
σπειροφυλαξ
IDX:
81008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81009
Key:

Data

{'content': 'spirale'}