Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σπειρικός
σπειρίον
σπειρίτης
σπειροδρακοντόζωνος
σπειροειδής
σπειροκέφαλον
σπεῖρον
σπειρόπωλις
σπεῖρος
σπειροῦχος
σπειροφόρος
σπειροφύλαξ
σπειρόω
σπείρω
σπειρώδης
σπειστέον
σπεκλάριον
σπέκλον
σπεκουλάτωρ
σπεκούλιον
σπένδω
View word page
σπειροφόρος
bearer of a σπεῖρον

ShortDef

bearer of a σπεῖρον

Debugging

Headword:
σπειροφόρος
Headword (normalized):
σπειροφόρος
Headword (normalized/stripped):
σπειροφορος
IDX:
81007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81008
Key:

Data

{'content': 'bearer of a σπεῖρον'}